τηκτικά

τηκτικά
τηκτικός
able to dissolve
neut nom/voc/acc pl
τηκτικά̱ , τηκτικός
able to dissolve
fem nom/voc/acc dual
τηκτικά̱ , τηκτικός
able to dissolve
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Χαρβούρης — Επώνυμο οικογένειας από την Κεφαλονιά (18ος αι.), κυριότερα μέλη της οποίας ήταν: 1. Ιωάννης Βαπτιστής (; – 1801). Γιατρός, αδελφός του προηγουμένου (18ος αι.). Μετά τις ιατρικές σπουδές του στην Μπολόνια, διετέλεσε καθηγητής της ιατρικής σχολής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”